Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dolefully
01
θλιμμένα, θρηνητικά
in a mournful, gloomy, or sorrowful manner
Παραδείγματα
She dolefully watched the rain fall against the windowpane.
Παρακολούθησε θλιμμένα τη βροχή να πέφτει στο τζάμι.
He dolefully admitted that nothing had gone as planned.
Παρέδωσε θλιμμένα ότι τίποτα δεν είχε πάει όπως είχε προγραμματιστεί.
Λεξικό Δέντρο
dolefully
doleful
dole



























