woeful
woe
ˈwoʊ
ουου
ful
fəl
φαλ
British pronunciation
/wˈə‍ʊfə‍l/

Ορισμός και σημασία του "woeful"στα αγγλικά

01

θλιμμένος, λυπημένος

affected by deep sorrow or misery
example
Παραδείγματα
The stray dog had a woeful expression, with sad eyes that seemed to reflect the hardships it had endured on the streets.
Ο αδέσποτος σκύλος είχε μια θλιμμένη έκφραση, με θλιμμένα μάτια που φαίνονταν να αντανακλούν τις δυσκολίες που είχε υποστεί στους δρόμους.
The news of the sudden loss brought a woeful atmosphere to the family gathering, as tears and mournful silence filled the room.
Η είδηση της ξαφνικής απώλειας έφερε μια θλιβερή ατμόσφαιρα στη συγκέντρωση της οικογένειας, καθώς δάκρυα και θλιμμένη σιωπή γέμισαν το δωμάτιο.
02

θλιβερός, κακός

of very poor quality or condition

Λεξικό Δέντρο

woefully
woefulness
woeful
woe
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store