Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
woeful
01
θλιμμένος, λυπημένος
affected by deep sorrow or misery
Παραδείγματα
The stray dog had a woeful expression, with sad eyes that seemed to reflect the hardships it had endured on the streets.
Ο αδέσποτος σκύλος είχε μια θλιμμένη έκφραση, με θλιμμένα μάτια που φαίνονταν να αντανακλούν τις δυσκολίες που είχε υποστεί στους δρόμους.
The news of the sudden loss brought a woeful atmosphere to the family gathering, as tears and mournful silence filled the room.
Η είδηση της ξαφνικής απώλειας έφερε μια θλιβερή ατμόσφαιρα στη συγκέντρωση της οικογένειας, καθώς δάκρυα και θλιμμένη σιωπή γέμισαν το δωμάτιο.
02
θλιβερός, κακός
of very poor quality or condition



























