woe
woe
woʊ
ουου
British pronunciation
/wˈə‍ʊ/

Ορισμός και σημασία του "woe"στα αγγλικά

01

θλίψη, δυστυχία

a state of suffering or misfortune, often accompanied by a sense of grief or sadness
example
Παραδείγματα
Her face reflected the woe of unrequited love as she watched him walk away without a backward glance.
Το πρόσωπό της αντανακλούσε τη θλίψη της αγάπης χωρίς ανταπόκριση καθώς τον παρακολουθούσε να φεύγει χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει.
The character in the novel experienced woe after a series of unfortunate events, testing their resilience and resolve.
Ο χαρακτήρας στο μυθιστόρημα γνώρισε θλίψη μετά από μια σειρά ατυχών γεγονότων, δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα και την αποφασιστικότητά του.
02

θλίψη, πένθος

intense mournfulness

Λεξικό Δέντρο

woeful
woe
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store