Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unhappily
01
δυστυχώς, θλιμμένα
in a way that is not pleasant or joyful
Παραδείγματα
He looked at the rain-soaked picnic blanket unhappily as their outdoor plans were spoiled.
Κοίταξε δυσαρεστημένα την βρεγμένη από τη βροχή κουβέρτα πικνίκ καθώς τα σχέδιά τους για έξω χαλάσανε.
The child gazed unhappily at the broken toy, tears welling up in their eyes.
Το παιδί κοιτούσε θλιμμένα το σπασμένο παιχνίδι, με δάκρυα στα μάτια του.
02
δυστυχώς, ατυχώς
used to introduce or emphasize something regrettable or unfortunate
Παραδείγματα
Unhappily, the negotiations broke down before an agreement could be reached.
Δυστυχώς, οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν πριν επιτευχθεί συμφωνία.
Unhappily, his application arrived after the deadline had passed.
Δυστυχώς, η αίτησή του έφτασε μετά τη λήξη της προθεσμίας.
Λεξικό Δέντρο
unhappily
happily
happy



























