Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
richly
01
πολυτελώς, πλουσιοπάροχα
in a way that shows luxury, beauty, or high cost
Παραδείγματα
The palace was richly adorned with jewels and marble.
Το παλάτι ήταν πλούσια διακοσμημένο με κοσμήματα και μάρμαρο.
She dressed richly in silk and pearls.
Ντυνόταν πλούσια σε μετάξι και μαργαριτάρια.
02
πλούσια, άφθονα
in a way that is full of strong or appealing sensory qualities
Παραδείγματα
The stew was richly seasoned with herbs and garlic.
Το στιφάδο ήταν πλούσια καρυκευμένο με βότανα και σκόρδο.
The fabric shimmered richly in the sunlight.
Το ύφασμα λάμπιζε πλούσια στο φως του ήλιου.
Παραδείγματα
The project was richly funded by private donors.
Το έργο χρηματοδοτήθηκε πλουσιοπάροχα από ιδιώτες δωρητές.
They were richly compensated for their work.
Αποζημιώθηκαν πλουσιοπάροχα για τη δουλειά τους.
Παραδείγματα
He was richly punished for his dishonesty.
Τιμωρήθηκε πλουσιοπάροχα για την απιστία του.
The actor was richly honored at the awards show.
Ο ηθοποιός πλούσια τιμήθηκε στην τελετή των βραβείων.
04
πλεονεκτικά, πλούσια
(of a marriage) advantageously, especially in terms of wealth or status
Παραδείγματα
She married richly and moved into a grand estate.
Παντρεύτηκε πλούσια και μετακόμισε σε μια μεγάλη έπαυλη.
Many assumed he would marry richly to save his business.
Πολλοί υπέθεταν ότι θα παντρευόταν πλούσια για να σώσει την επιχείρησή του.
Λεξικό Δέντρο
richly
rich



























