LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Riches
/ɹˈɪtʃɪz/
/ˈɹɪtʃəz/, /ˈɹɪtʃɪz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "riches"
Riches
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an abundance of material possessions and resources
riches
n
Παράδειγμα
His
life
sounds
to
me
like
the
classic
rags
to
riches
story
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App