Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
amply
01
άφθονα, υπερβολικά
to an excessive degree or in an extreme manner
02
γενναιόδωρα, αρκετά
generously or sufficiently in quantity, scope, or measure
Παραδείγματα
The volunteers were amply rewarded for their time and dedication.
Οι εθελοντές ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα για το χρόνο και την αφοσίωσή τους.
The room was amply furnished with everything needed for a comfortable stay.
Το δωμάτιο ήταν πλούσια επιπλωμένο με ό,τι χρειαζόταν για μια άνετη διαμονή.



























