Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
abundantly
01
άφθονα, αφθονώς
in large quantities or in a plentiful or ample manner
Παραδείγματα
Wildflowers grow abundantly along the riverbank in spring.
Τα αγριολούλουδα αναπτύσσονται άφθονα κατά μήκος της όχθης του ποταμού την άνοιξη.
The region is abundantly supplied with fresh water and fertile soil.
Η περιοχή είναι άφθονα προμηθευμένη με γλυκό νερό και γόνιμο έδαφος.
02
άφθονα, σαφώς
to a very great or clear extent
Παραδείγματα
She made it abundantly clear that she was not interested.
Έκανε πολύ σαφές ότι δεν ενδιαφερόταν.
It was abundantly obvious that the plan had failed.
Ήταν ξεκάθαρο ότι το σχέδιο απέτυχε.



























