abusive
a
ə
α
bu
ˈbju
μπγου
sive
sɪv
σιβ
British pronunciation
/ɐbjˈuːsɪv/

Ορισμός και σημασία του "abusive"στα αγγλικά

01

υβριστικός, κακοποιητικός

intensely rude or insulting
abusive definition and meaning
example
Παραδείγματα
The abusive remarks from her boss made her dread going to work.
Οι κακοποιητικές παρατηρήσεις του αφεντικού της την έκαναν να φοβάται να πάει στη δουλειά.
Enduring abusive language from a partner is never acceptable in a relationship.
Η ανάληψη κακοποιητικής γλώσσας από έναν σύντροφο δεν είναι ποτέ αποδεκτή σε μια σχέση.
02

κακοποιητικός, βίαιος

treating someone cruelly and violently, especially in a physical or psychological way
example
Παραδείγματα
The child was removed from an abusive household for their safety.
Το παιδί αφαιρέθηκε από ένα κακοποιητικό νοικοκυριό για την ασφάλειά του.
He was arrested for his abusive behavior toward his family.
Συνελήφθη για την κακοποιητική του συμπεριφορά απέναντι στην οικογένειά του.
03

καταχρηστικός, βίαιος

indicating actions or behavior that violate laws or rights
example
Παραδείγματα
The company 's abusive practices toward its workers were deemed illegal by the labor board.
Οι καταχρηστικές πρακτικές της εταιρείας απέναντι στους εργαζομένους της κρίθηκαν παράνομες από το εργατικό συμβούλιο.
The police were investigating the abusive use of power by the public official, which was considered illegal.
Η αστυνομία διερευνούσε την κατάχρηση εξουσίας από το δημόσιο υπάλληλο, η οποία θεωρήθηκε παράνομη.

Λεξικό Δέντρο

abusively
abusive
abuse
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store