Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
opprobrious
01
επονείδιστος, ντροπιαστικός
(used of conduct or character) deserving or bringing disgrace or shame
Παραδείγματα
His opprobrious comments about her personal life were cruel and uncalled for.
Τα περιφρονητικά σχόλιά του για την προσωπική της ζωή ήταν σκληρά και αδικαιολόγητα.
The speaker 's opprobrious language during the debate shocked the audience.
Η υβριστική γλώσσα του ομιλητή κατά τη διάρκεια της συζήτησης σόκαρε το κοινό.



























