gal
gal
gəl
γκαλ
British pronunciation
/ɪlˈiːɡə‍l/

Ορισμός και σημασία του "illegal"στα αγγλικά

01

παράνομος, απαγορευμένος από το νόμο

forbidden by the law
illegal definition and meaning
example
Παραδείγματα
Selling drugs on the street is illegal and punishable by law.
Η πώληση ναρκωτικών στο δρόμο είναι παράνομη και τιμωρείται από το νόμο.
It 's illegal to drive a car without a valid driver's license.
Είναι παράνομο να οδηγείς αυτοκίνητο χωρίς έγκυρη άδεια οδήγησης.
01

παράνομος, λαθρομετανάστης

someone who illegally lives or works in a country
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store