Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
abused
01
κακοποιημένος, καταχρησμένος
having been subjected to excessive use or mistreatment, resulting in damage or wear
02
κακοποιημένος, υποβαλλόμενος σε σκληρή μεταχείριση
subjected to cruel treatment
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κακοποιημένος, καταχρησμένος
κακοποιημένος, υποβαλλόμενος σε σκληρή μεταχείριση