Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
copiously
01
άφθονα, πλουσιοπάροχα
in large amounts or quantities, often to an excessive degree
Παραδείγματα
The report was copiously detailed, making it hard to read.
Η αναφορά ήταν άφθονα λεπτομερής, κάνοντας δύσκολη την ανάγνωση της.
The table was copiously filled with food for the banquet.
Το τραπέζι ήταν άφθονα γεμάτο με φαγητό για το συμπόσιο.
Λεξικό Δέντρο
copiously
copious
copy



























