Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ampulla
01
αμπούλα, η διευρυμένη περιοχή μέσα στους ημικυκλικούς κανάλια του εσωτερικού αυτιού
the expanded region within the semicircular canals of the inner ear
02
αμπούλα, φιαλίδιο με δύο χειρολαβές
a flask that has two handles; used by Romans for wines or oils



























