Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lusciously
01
νόστιμα, ορεκτικά
in a way that is richly pleasing to the senses, especially taste or smell
Παραδείγματα
The cake was lusciously layered with chocolate ganache.
Το κέικ ήταν νόστιμα στρωμένο με γκανάς σοκολάτας.
She bit into a lusciously ripe peach, juice dripping down her chin.
Δάγκωσε ένα πεντανόστιμα ώριμο ροδάκινο, ο χυμός έσταζε από το πηγούνι της.
Λεξικό Δέντρο
lusciously
luscious



























