Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lust
Παραδείγματα
She felt a sudden rush of lust when she saw him across the room.
Ένιωσε ένα ξαφνικό κύμα επιθυμίας όταν τον είδε απέναντι στο δωμάτιο.
He struggled to differentiate between genuine affection and mere lust.
Δυσκολευόταν να διακρίνει μεταξύ γνήσιας στοργής και απλής λαγνείας.
02
επιθυμία, λαγνεία
a strong sexual desire
to lust
01
επιθυμώ παθιασμένα, λαχταρώ
have a craving, appetite, or great desire for
Λεξικό Δέντρο
lustful
lusty
lust



























