Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tastily
01
νόστιμα, γευστικά
in a way that is full of flavor and enjoyable to eat
Παραδείγματα
The vegetables were tastily roasted with garlic and herbs.
Τα λαχανικά ψήθηκαν γευστικά με σκόρδο και βότανα.
She always manages to cook simple meals tastily and effortlessly.
Πάντα καταφέρνει να μαγειρεύει απλά γεύματα γευστικά και χωρίς κόπο.
02
με γούστο, νόστιμα
with taste; in a tasteful manner
Λεξικό Δέντρο
tastily
tasty
taste



























