Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sumptuously
01
πολυτελώς, με μεγαλοπρέπεια
in a way that shows great expense, richness, or lavishness
Παραδείγματα
The palace was sumptuously decorated with silk tapestries and gilded furniture.
Το παλάτι ήταν πολυτελώς διακοσμημένο με μεταξωτές ταπετσαρίες και επιχρυσωμένα έπιπλα.
They enjoyed a sumptuously prepared feast with multiple courses and fine wines.
Απολάμβασαν ένα συμπόσιο πολυτελώς παρασκευασμένο με πολλά πιάτα και εξαιρετικά κρασιά.
Λεξικό Δέντρο
presumptuously
sumptuously
sumptuous
sumptu



























