Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
problematic
01
προβληματικός, δύσκολος
presenting difficulties or concerns, often requiring careful consideration or attention
Παραδείγματα
The weather conditions were problematic for the hikers trying to reach the summit.
Οι καιρικές συνθήκες ήταν προβληματικές για τους πεζοπόρους που προσπαθούσαν να φτάσουν στην κορυφή.
The controversial decision created a problematic situation for the team.
Η αμφιλεγόμενη απόφαση δημιούργησε μια προβληματική κατάσταση για την ομάδα.
02
προβληματικός, αμφιλεγόμενος
subject to doubt or disagreement
Παραδείγματα
It is problematic whether the new policy will have the desired effects.
Είναι προβληματικό αν η νέα πολιτική θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
The accuracy of the historical account was problematic and questioned by experts.
Η ακρίβεια της ιστορικής αφήγησης ήταν προβληματική και αμφισβητήθηκε από τους ειδικούς.
03
προβληματικός, αμφιλεγόμενος
offensive due to its controversial or inappropriate nature
Παραδείγματα
The movie 's problematic scenes were criticized for being offensive.
Οι προβληματικές σκηνές της ταινίας επικρίθηκαν για το ότι ήταν προσβλητικές.
His problematic comments sparked a heated debate.
Τα προβληματικά σχόλιά του πυροδότησαν μια έντονη συζήτηση.
Problematic
Παραδείγματα
The environmental problematic explores the impact of pollution on ecosystems.
Η περιβαλλοντική προβληματική διερευνά την επίδραση της ρύπανσης στα οικοσυστήματα.
The social problematic of inequality has been central to recent debates.
Η κοινωνική προβληματική της ανισότητας έχει κεντρικό ρόλο στις πρόσφατες συζητήσεις.
Λεξικό Δέντρο
problematical
unproblematic
problematic
problem



























