Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inappropriate
01
ακατάλληλος, ανάρμοστος
not suitable or acceptable for a certain situation or context
Παραδείγματα
Making jokes about a serious topic like illness is inappropriate and can hurt others' feelings.
Το να κάνεις αστεία για ένα σοβαρό θέμα όπως η ασθένεια είναι ακατάλληλο και μπορεί να πληγώσει τα συναισθήματα των άλλων.
Wearing pajamas to a formal event would be inappropriate attire.
Το να φοράς πυτζάμα σε μια επίσημη εκδήλωση θα ήταν ακατάλληλη ενδυμασία.
Λεξικό Δέντρο
inappropriate
appropriate



























