Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inanimate
01
1. άψυχος 2. ακίνητος
(of nouns or pronouns) representing non-living objects, things, or entities
Παραδείγματα
In the sentence ' The flowers bloomed beautifully, ' ' flowers ' is an inanimate noun.
Στην πρόταση 'Τα λουλούδια άνθισαν όμορφα', 'λουλούδια' είναι ένα άψυχο ουσιαστικό (που σημαίνει '(ουσιαστικών ή αντωνυμιών) που αντιπροσωπεύουν μη ζώντα αντικείμενα, πράγματα ή οντότητες').
The distinction between animate and inanimate nouns plays a significant role in some languages' grammatical systems.
Η διάκριση μεταξύ άψυχων και ψυχρών ουσιαστικών παίζει σημαντικό ρόλο στα γραμματικά συστήματα ορισμένων γλωσσών.
02
άψυχος, χωρίς ζωή
not endowed with life
03
άψυχος, χωρίς ζωή
appearing dead; not breathing or having no perceptible pulse
Λεξικό Δέντρο
inanimate
animate



























