Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
procedural
01
διαδικαστικός
relating to the process or procedures, especially those followed in legal or official matters
Παραδείγματα
Procedural fairness ensures that all parties are treated equitably throughout legal proceedings.
Η διαδικασιακή δικαιοσύνη διασφαλίζει ότι όλα τα μέρη αντιμετωπίζονται δίκαια σε όλη τη διάρκεια των νομικών διαδικασιών.
The court dismissed the case due to procedural errors made by the prosecution.
Το δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση λόγω διαδικαστικών σφαλμάτων που έγιναν από την εισαγγελία.
02
διαδικαστικός
relating to court practice and procedure as opposed to the principles of law
Λεξικό Δέντρο
procedural
procedure



























