Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Proceedings
01
διαδικασίες, πρακτικά
actions taken in a court of law in order to settle an argument
Παραδείγματα
The lawyer reviewed the court proceedings carefully before the trial.
Ο δικηγόρος εξέτασε προσεκτικά τις διαδικασίες του δικαστηρίου πριν από τη δίκη.
She attended the proceedings to testify as a witness in the case.
Παρευρέθηκε στις διαδικασίες για να καταθέσει ως μάρτυρας στην υπόθεση.
02
πρακτικά, αναφορά
a written account of what transpired at a meeting



























