LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Proceedings
/pɹəsˈiːdɪŋz/
/pɹəˈsidɪŋz/, /pɹoʊˈsidɪŋz/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "proceedings"
Proceedings
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
διαδικασία
actions taken in a court of law in order to settle an argument
legal proceeding
proceeding
02
διαδικασία
a written account of what transpired at a meeting
minutes
transactions
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App