Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Proceeding
01
διαδικασία, δίκη
the formal process or legal action taken within a court to resolve a dispute, administer justice, etc.
Παραδείγματα
The court proceeding lasted for several weeks as both sides presented their arguments and evidence.
Η δικαστική διαδικασία διήρκεσε αρκετές εβδομάδες καθώς και οι δύο πλευρές παρουσίασαν τα επιχειρήματα και τις αποδείξεις τους.
Legal proceedings were initiated to settle the dispute over property rights between the heirs.
Ξεκίνησαν νομικές διαδικασίες για τη διευθέτηση της διαμάχης σχετικά με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μεταξύ των κληρονόμων.
Λεξικό Δέντρο
proceeding
proceed



























