Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
problematically
01
προβληματικά
in a way that presents difficulties or challenges
Παραδείγματα
The product launch unfolded problematically, with logistical issues impacting distribution and availability.
Η κυκλοφορία του προϊόντος ξεκίνησε προβληματικά, με λογιστικά ζητήματα να επηρεάζουν την διανομή και τη διαθεσιμότητα.
The policy change was introduced problematically, leading to confusion and discontent among employees.
Η αλλαγή της πολιτικής εισήχθη προβληματικά, οδηγώντας σε σύγχυση και δυσαρέσκεια μεταξύ των υπαλλήλων.
Λεξικό Δέντρο
problematically
problematical
problematic
problem



























