Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
debatable
01
διαφιλονικούμενος, αμφισβητήσιμος
(of a subject of discussion) unclear or uncertain, therefore can be further discussed or disagreed with
Παραδείγματα
The impact of the new policy is debatable among experts.
Η επίδραση της νέας πολιτικής είναι αμφιλεγόμενη μεταξύ των ειδικών.
The idea of universal basic income is still debatable in many countries.
Η ιδέα του καθολικού βασικού εισοδήματος είναι ακόμα αμφιλεγόμενη σε πολλές χώρες.
02
διαμφισβητήσιμος, αμφιλεγόμενος
subject to argument or disagreement
Παραδείγματα
The decision to cut funding for the arts is highly debatable, with strong opinions on both sides.
Η απόφαση να μειωθεί η χρηματοδότηση για τις τέχνες είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη, με ισχυρές απόψεις και από τις δύο πλευρές.
Whether or not the law should be changed is a debatable issue among policymakers.
Το αν ο νόμος πρέπει να αλλάξει ή όχι είναι ένα αμφισβητήσιμο ζήτημα μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής.
03
αμφισβητούμενος, διαφιλονικούμενος
referring to land or territory that is claimed by more than one country
Παραδείγματα
The region remained a debatable area, with both nations arguing over who had the rightful claim.
Η περιοχή παρέμεινε μια αμφισβητούμενη περιοχή, με τα δύο έθνη να διαφωνούν για το ποιος είχε το νόμιμο δικαίωμα.
Tensions rose as the two countries disagreed over the boundaries of the debatable territory.
Οι εντάσεις αυξήθηκαν καθώς οι δύο χώρες διαφώνησαν για τα όρια της αμφισβητούμενης επικράτειας.
Λεξικό Δέντρο
debatable
debate



























