LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Debauched
/dɪbˈɔːtʃt/
/dɪbˈɔːtʃt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "debauched"
debauched
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ξεφτιλισμένος
occupying oneself with sensual pleasure to an extent that is not morally appropriate
degenerate
degraded
dissipated
dissolute
fast
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App