Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
debilitated
01
αδυνατισμένος, εξασθενημένος
extremely weakened and experiencing a significant decline in physical or mental health
Παραδείγματα
The debilitated patient required extensive rehabilitation to regain mobility and strength.
Ο εξασθενημένος ασθενής χρειάστηκε εκτενή αποκατάσταση για να ανακτήσει την κινητικότητα και τη δύναμή του.
The debilitated state of the elderly woman necessitated constant care and support.
Η εξασθενημένη κατάσταση της ηλικιωμένης γυναίκας απαιτούσε συνεχή φροντίδα και υποστήριξη.
Λεξικό Δέντρο
debilitated
debilitate
ability
able



























