Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disputed
01
αμφισβητούμενος, διαφωνούμενος
causing disagreement or controversy, often publicly challenged
Παραδείγματα
His disputed claim about the product's effectiveness sparked debates.
Ο αμφισβητούμενος ισχυρισμός του σχετικά με την αποτελεσματικότητα του προϊόντος προκάλεσε συζητήσεις.
The disputed election results caused a divide among the citizens.
Τα αμφισβητούμενα αποτελέσματα των εκλογών προκάλεσαν διχασμό μεταξύ των πολιτών.
Λεξικό Δέντρο
undisputed
disputed
dispute



























