Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disputatious
01
φιλόνεικος, διαστρεβλωτικός
having a tendency to disagree and argue
Παραδείγματα
His disputatious nature made meetings with him difficult, as he often disagreed with everyone.
Η φιλονικική του φύση έκανε τις συναντήσεις μαζί του δύσκολες, καθώς συχνά διαφωνούσε με όλους.
She had a disputatious personality and would argue over the smallest details.
Είχε μια φιλόνεικη προσωπικότητα και θα διαφωνούσε για τις μικρότερες λεπτομέρειες.
Λεξικό Δέντρο
disputatiously
disputatious



























