Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disputable
01
διαφιλονικούμενος, αμφισβητήσιμος
not yet proven true or right
Παραδείγματα
The scientist presented a disputable theory that sparked debate.
Ο επιστήμονας παρουσίασε μια αμφισβητήσιμη θεωρία που πυροδότησε τη συζήτηση.
The authenticity of the document is disputable and needs further verification.
Η αυθεντικότητα του εγγράφου είναι αμφισβητήσιμη και χρειάζεται περαιτέρω επαλήθευση.
02
διαμφισβητήσιμος, συζητήσιμος
open to argument or debate
Λεξικό Δέντρο
indisputable
undisputable
disputable
dispute



























