Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dispossess
01
αφαιρώ την ιδιοκτησία, απαλλοτριώνω
to take away someone's ownership of a property
Transitive: to dispossess sb
Παραδείγματα
The government dispossessed the landowners to make way for a new highway.
Η κυβέρνηση απέστερησε τους γαιοκτήμονες για να ανοίξει δρόμο για έναν νέο αυτοκινητόδρομο.
Legal actions were taken to dispossess the delinquent tenant of the rented apartment.
Έγιναν νομικές ενέργειες για να αποστερήσουν τον οφειλέτη ενοικιαστή από το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα.
Λεξικό Δέντρο
dispossess
possess



























