Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disprove
01
ανασκευάζω, διαψεύδω
to show that something is false or incorrect
Transitive: to disprove a claim
Παραδείγματα
The scientist conducted experiments to disprove the theory.
Ο επιστήμονας πραγματοποίησε πειράματα για να αποδείξει λανθασμένη τη θεωρία.
His alibi was disproved by security camera footage.
Η άλλοτη του ανατράπηκε από τις εικόνες της κάμερας ασφαλείας.
Λεξικό Δέντρο
disprover
disprove
prove



























