Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lonely
01
μοναχικός, μόνος
feeling unhappy due to being alone or lacking companionship
Παραδείγματα
She felt lonely after moving to a new city where she knew no one.
Ένιωθε μοναξιά αφού μετακόμισε σε μια νέα πόλη όπου δεν ήξερε κανέναν.
The elderly man was lonely living by himself in a large house.
Ο ηλικιωμένος άνδρας αισθανόταν μοναχικός ζώντας μόνος σε ένα μεγάλο σπίτι.
02
μοναχικός, μονόχαρος
alone and without companionship
Παραδείγματα
She spent many lonely evenings by the fireplace, with only the crackling fire for company.
Πέρασε πολλά μοναχικά βράδια δίπλα στο τζάκι, με μόνο την κρακ των φλογών για παρέα.
Her lonely walks along the beach at sunset became a quiet ritual of reflection.
Οι μοναχικές βόλτες της κατά μήκος της παραλίας κατά τη διάρκεια του ηλιοβασιλέματος έγιναν μια ήσυχη τελετή αναστοχασμού.
Παραδείγματα
The lonely cabin nestled in the heart of the dense forest was rarely visited by anyone.
Το μοναχικό καλύβι που βρισκόταν στην καρδιά του πυκνού δάσους σπάνια επισκεπτόταν από κάποιον.
A lonely stretch of desert highway extended for miles without a single vehicle in sight.
Ένα μοναχικό τμήμα ερημικού αυτοκινητόδρομου εκτεινόταν για μίλια χωρίς ούτε ένα όχημα να είναι ορατό.
Λεξικό Δέντρο
loneliness
lonely
lone



























