Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Loner
01
μοναχικός, απομονωμένος
a person who actively avoids having any interaction with others
Παραδείγματα
He was a loner in school, always sitting by himself during lunch.
Ήταν ένας μοναχικός στο σχολείο, πάντα καθόταν μόνος του κατά τη διάρκεια του γεύματος.
The new neighbor is a bit of a loner and keeps to himself most of the time.
Ο νέος γείτονας είναι λίγο μοναχικός και μένει μόνος του τις περισσότερες φορές.



























