Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lonesome
Παραδείγματα
He felt lonesome after moving to a new city where he did n’t know anyone.
Αισθάνθηκε μοναχικός αφού μετακόμισε σε μια νέα πόλη όπου δεν γνώριζε κανέναν.
Despite being surrounded by people, she could n’t shake her lonesome feelings.
Παρόλο που ήταν περιτριγυρισμένη από ανθρώπους, δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί τα συναισθήματα μοναξιάς της.
02
μοναχικός, απομονωμένος
being the only one; single and isolated from others
Παραδείγματα
The lonesome cabin sat deep in the woods, far from any nearby towns or roads.
Το μοναχικό καλύβι βρισκόταν βαθιά στο δάσος, μακριά από οποιαδήποτε κοντινά χωριά ή δρόμους.
He wandered down a lonesome dirt path that had n’t seen footsteps in years.
Περπατούσε σε ένα μοναχικό χωμάτινο μονοπάτι που δεν είχε δει πατημασιές για χρόνια.
Λεξικό Δέντρο
lonesomeness
lonesome
lone



























