Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irrelevant
01
άσχετος, ασήμαντος
having no importance or connection with something
Παραδείγματα
His personal anecdotes were irrelevant to the topic of the lecture.
Οι προσωπικές του ανεκδόσεις ήταν άσχετες με το θέμα της διάλεξης.
Bringing up past mistakes is irrelevant to the current conversation.
Το να θυμάσαι τα προηγούμενα λάθη είναι άσχετο με την τρέχουσα συζήτηση.
Λεξικό Δέντρο
irrelevant
relevant
relev



























