Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unrelated
01
ασύνδετος, μη συνδεόμενος
not connected or linked in any way
Παραδείγματα
His comments were completely unrelated to the topic of discussion.
Τα σχόλιά του ήταν εντελώς άσχετα με το θέμα της συζήτησης.
The two events were unrelated, occurring at different times and locations.
Τα δύο γεγονότα ήταν ασύνδετα, συνέβησαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους.
02
ασύνδετος, χωρίς συγγένεια
not connected by kinship
Λεξικό Δέντρο
unrelated
related
relate
rel



























