Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unrefined
01
ακατέργαστος, αγνός
not having undergone processing or purification
Παραδείγματα
He prefers using unrefined salt for its natural minerals and flavor.
Προτιμά να χρησιμοποιεί ακατέργαστο αλάτι για τα φυσικά του ορυκτά και τη γεύση του.
We find the texture of unrefined flour perfect for our homemade bread.
Βρίσκουμε την υφή του ακατέργαστου αλεύρου τέλεια για το σπιτικό μας ψωμί.
Παραδείγματα
His unrefined manners made him stand out at the formal dinner party.
Οι ακατέργαστες τρόποι του τον έκαναν να ξεχωρίζει στο επίσημο δείπνο.
The comedian 's unrefined jokes were met with mixed reactions from the audience.
Τα ακατέργαστα αστεία του κωμικού συναντήθηκαν με ανάμικτες αντιδράσεις από το κοινό.
Λεξικό Δέντρο
unrefined
refined
refine
fine



























