Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unrecorded
01
μη καταγεγραμμένο, μη τεκμηριωμένο
happening live or in real-time, without being captured or documented for future playback
Παραδείγματα
The concert was unrecorded, so only the audience there could experience it live.
Η συναυλία δεν ηχογραφήθηκε, έτσι μόνο το κοινό που ήταν εκεί μπορούσε να τη ζήσει ζωντανά.
The speech was delivered in front of a small crowd, completely unrecorded.
Η ομιλία εκφωνήθηκε μπροστά σε ένα μικρό πλήθος, εντελώς μη καταγεγραμμένη.
Λεξικό Δέντρο
unrecorded
recorded
record



























