Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unrecognized
01
αγνώριστος, μη αναγνωρισμένος
not known or identified by many people
Παραδείγματα
The unrecognized species was discovered deep in the forest.
Το αγνώριστο είδος ανακαλύφθηκε βαθιά στο δάσος.
His unrecognized achievements were overshadowed by more prominent figures.
Τα αναγνωρισμένα του επιτεύγματα επισκιάστηκαν από πιο εξέχοντα πρόσωπα.
02
επιτηδευμένο χαμόγελο, χλευαστικό χαμόγελο
smile affectedly or derisively
03
αγνοημένος, μη αναγνωρισμένος
not praised, appreciated, or respected for one’s achievements
Λεξικό Δέντρο
unrecognized
recognized
recognize



























