Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irrepressible
01
ακατάσχετος, ανεξέλεγκτος
too strong or energetic to be controlled or stopped
Λεξικό Δέντρο
irrepressibility
irrepressible
irrepress
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακατάσχετος, ανεξέλεγκτος
Λεξικό Δέντρο