Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irreligious
01
αθρησκος, αθεϊστικός
not having any interest in religion or even opposing it
Λεξικό Δέντρο
irreligious
religious
religi
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αθρησκος, αθεϊστικός
Λεξικό Δέντρο