Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irreplaceable
01
αντικατάστατος, μοναδικός
impossible to be substituted or replaced due to uniqueness
Λεξικό Δέντρο
irreplaceableness
irreplaceable
replaceable
placeable
place
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αντικατάστατος, μοναδικός
Λεξικό Δέντρο