Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disbar
01
αποκλείω, απαγορεύω
to exclude or prevent someone from participating in a certain activity or profession
Transitive: to disbar sb | to disbar sb from an activity
Παραδείγματα
The teacher decided to disbar the disruptive student from participating in the class debate.
Ο δάσκαλος αποφάσισε να αποκλείσει τον διαταρακτικό μαθητή από τη συμμετοχή στην τάξη.
Due to his unethical behavior, the organization chose to disbar him from future leadership roles.
Λόγω της ανήθικης συμπεριφοράς του, ο οργανισμός επέλεξε να τον αποκλείσει από μελλοντικούς ηγετικούς ρόλους.
02
αποστερώ από το δικηγορικό λειτούργημα, εξαιρώ από τον δικηγορικό σύλλογο
to officially remove a lawyer from the legal profession
Transitive: to disbar a lawyer
Παραδείγματα
The lawyer was disbarred after being convicted of fraud.
Ο δικηγόρος αποκλείστηκε από το δικηγορικό σύλλογο μετά την καταδίκη του για απάτη.
The court decided to disbar him for unethical conduct during the trial.
Το δικαστήριο αποφάσισε να τον αποβάλει από το δικηγορικό σύλλογο για ανήθικη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της δίκης.
Λεξικό Δέντρο
disbarment
disbar
bar



























