Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disburse
01
διανέμω, καταβάλλω
to distribute money, funds, or resources, typically for various purposes or obligations
Transitive: to disburse money or resources
Παραδείγματα
The finance department will disburse salaries to employees at the end of the month.
Το τμήμα οικονομικών θα κατανείμει τους μισθούς στους υπαλλήλους στο τέλος του μήνα.
Students eagerly await the time when the university will disburse financial aid for tuition.
Οι φοιτητές περιμένουν με ανυπομονησία τη στιγμή που το πανεπιστήμιο θα διανείμει οικονομική βοήθεια για τα δίδακτρα.
Λεξικό Δέντρο
disbursement
disburser
disburse



























