Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disburden
01
ανακουφίζω, ξεφορτώνω
to free someone from a burden
Παραδείγματα
The counselor helped disburden the student by offering practical advice for managing stress.
Ο σύμβουλος βοήθησε να ανακουφιστεί ο μαθητής προσφέροντας πρακτικές συμβουλές για τη διαχείριση του στρες.
Disburdening yourself of unnecessary worries can lead to a clearer and more peaceful mind.
Η απαλλαγή από αχρείαστες ανησυχίες μπορεί να οδηγήσει σε ένα πιο ξεκάθαρο και γαλήνιο μυαλό.
Λεξικό Δέντρο
disburden
burden



























