Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
concomitant
01
συνοδός, ταυτόχρονος
simultaneously occurring with something else as it is either related to it or an outcome of it
Παραδείγματα
With the rapid growth of the city came the concomitant challenges of increased traffic and infrastructure demands.
Με την ταχεία ανάπτυξη της πόλης ήρθαν οι συνοδευτικές προκλήσεις της αυξημένης κυκλοφορίας και των απαιτήσεων υποδομής.
The industrial revolution and its concomitant innovations changed the face of the world.
Η βιομηχανική επανάσταση και οι συνοδοιπορούντες καινοτομίες της άλλαξαν την όψη του κόσμου.
Concomitant
01
συνοδευτική κατάσταση, ταυτόχρονη συνέπεια
a condition or event that occurs simultaneously with or in connection to another
Παραδείγματα
High stress is a common concomitant of demanding jobs.
Το υψηλό άγχος είναι ένας κοινός συνοδός απαιτητικών εργασιών.
The rise in pollution was a concomitant of rapid industrial growth.
Η αύξηση της ρύπανσης ήταν ένα συνοδό φαινόμενο της ταχείας βιομηχανικής ανάπτυξης.
Λεξικό Δέντρο
concomitantly
concomitant
concomit



























