Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
concomitantly
01
ταυτόχρονα, συνοδικά
at the same time or alongside something else
Παραδείγματα
The changes in the economy were concomitantly accompanied by shifts in consumer behavior.
Οι αλλαγές στην οικονομία συνοδεύτηκαν ταυτόχρονα από αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών.
The advancements in technology were concomitantly followed by changes in communication methods.
Οι εξελίξεις στην τεχνολογία ακολουθήθηκαν ταυτόχρονα από αλλαγές στις μεθόδους επικοινωνίας.
Λεξικό Δέντρο
concomitantly
concomitant
concomit



























