Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
concordant
01
συμφωνών, σύμφωνος
in keeping
02
συμφωνητικός, συνεπής
following an agreement
Παραδείγματα
The revisions to the plan were made to remain concordant with the original objectives.
Οι αναθεωρήσεις του σχεδίου έγιναν για να παραμείνουν συνεπείς με τους αρχικούς στόχους.
The updated contract terms were designed to be concordant with the previous agreements.
Οι ενημερωμένοι όροι της σύμβασης σχεδιάστηκαν να είναι συνεπείς με τις προηγούμενες συμφωνίες.
Λεξικό Δέντρο
concordant
concord



























